πόσω

πόσω
πόσος
of what quantity?
masc/neut nom/voc/acc dual
πόσος
of what quantity?
masc/neut gen sg (doric aeolic)
ποσόω
reckon the quantity of
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
ποσόω
reckon the quantity of
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποσώ — όω, ΜΑ [ποσός / ποσόν] 1. υπολογίζω την ποσότητα 2. υπολογίζω ένα ποσό, συμποσώ 3. προσδιορίζω κάτι ως προς την ποσότητα …   Dictionary of Greek

  • ποσῷ — ποσός of what quantity? masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσῳ — πόσος of what quantity? masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσῶι — ποσῷ , ποσός of what quantity? masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσωι — πόσῳ , πόσος of what quantity? masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσόν — το, ΝΜΑ, και ποσό, Ν 1. η ποσότητα, οτιδήποτε μπορεί να αριθμηθεί ή να μετρηθεί, ό,τι επιδέχεται αύξηση ή ελάττωση 2. η ποσότητα σε αντιδιαστολή προς την ποιότητα (α. «πρέπει να υπολογίζεις το ποιόν και όχι το ποσόν» β. «καὶ γὰρ τῷ ποσῷ καὶ τῷ… …   Dictionary of Greek

  • πόσος — η, ο / πόσος, η, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) 1. ποιας ποσότητας α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.) β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη… …   Dictionary of Greek

  • συμποσούμαι — συμποσοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, όω, ΜΑ ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ποσό («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια») μσν. αρχ. ενεργ. μετράω μαζί, υπολογίζω σε ενιαίο ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ποσῶ / ποσοῦμαι (<… …   Dictionary of Greek

  • ՈՐՉԱՓ 2 — ( ) NBH 2 0536 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 13c մ. ὄσον, καθ’ ὄσον, ὦς, καθάπερ, πόσον; πόσα; quantum ut, sicut, quasi, quantum? իբրու Որով չափով. ի նշանակ համեմատութեան յո՛ր եւ է կարգի՝ առանց հարցման… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՔԱՆԻ — (նւոյ կամ նոյ, նիք, նեաց.) NBH 2 0979 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ՔԱՆԻ՛. πόσος quot? quantus? Որպէս հարցական, եւ իբր հարցական, Ո՞րչափ, ո՞րքան թուով. ո՞րքանիք. քանի՞ հատ, ո՛րչափ. ... *Քանի՞… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”